θεριστικός

θεριστικός
-ή, -ό (ΑΜ θεριστικός, -ή, -όν) [θεριστής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή»)
νεοελλ.
1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» — η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες πλευρικές μετατοπίσεις τού σωλήνα τού πυροβόλου όπλου)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεριστικά
τα έξοδα τού θερισμού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστικόν
η σοδειά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεριστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το θερισμό: Θεριστική μηχανή. 2. αυτός που προκαλεί το θάνατο σε πολλούς μαζί: Θεριστική βολή. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., θεριστικά έξοδα του θερισμού: Μου χρωστάει ακόμη τα θεριστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεριστικά — θεριστικός of neut nom/voc/acc pl θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc/acc dual θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικόν — θεριστικός of masc acc sg θεριστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικήν — θεριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικότητα — η [θεριστικός] 1. η ικανότητα για θερισμό 2. η ιδιότητα τής θεριστικής βολής …   Dictionary of Greek

  • πυρολόγος — ον, Α αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”